Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2015

Κατεστημένο; Τί ΄ναι τούτο πάλι;

Γράφει ο Σωτήριος Καλαμίτσης
[Έκθεση Γενικού Επιθεωρητή Διοίκησης Λέανδρου Ρακιτζή για το 2014: «ανεπάρκεια των Δικαστηρίων να επιβάλουν το νόμο, κυρίως στα οικονομικά εγκλήματα, όπου πολλοί διαφεύγουν δια της μεθοδευμένης παραγραφής των ...
αδικημάτων, όπως και η διακριτική μεταχείριση των επωνύμων που απαλλάσσονται με την έκδοση Βουλευμάτων και μάλιστα για έλλειψη προθέσεως αντί της επ' ακροατηρίω διαδικασίας όπου δια της ζωντανής διαδικασίας μπορεί να διακριβωθεί, όπως και η σε μεγάλο βαθμό ποινική και πειθαρχική ατιμωρησία των δημοσίων υπαλλήλων, που έχει δημιουργήσει στους παρανομούντες αίσθημα ασυδοσίας»].
            Σε περίπτωση που πρέπει να διεξαχθούν εθνικές εκλογές υπό υπηρεσιακή κυβέρνηση, επί κεφαλής αυτής τίθεται κατά το Σύνταγμα ο Πρόεδρος ενός  εκ των ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας [ΣτΕ, ΑΠ, ΕΣ]. Είναι προφανές ότι η επιλογή αυτή του συνταγματικού νομοθέτη εμφορείται από το τεκμήριον ότι οι τρεις αυτοί Πρόεδροι διαθέτουν το αναγκαίο κύρος και όλα τα εχέγγυα αμεροληψίας και αντικειμενικότητος, ώστε οι εκλογές να διεξαχθούν με απόλυτη τάξη και να είναι αδιάβλητες. Αυτός είναι, άλλωστε, ο λόγος που ανέκαθεν η όλη εκλογική διαδικασία τίθεται υπό την εποπτεία της …. ανεξάρτητης Δικαιοσύνης, η οποία και σφραγίζει με το ….. κύρος της  τα επίσημα αποτελέσματα, όπως επεσήμανε και ο ΠτΔ δεχόμενος [και όχι υποδεχόμενος] προχθές τον ΥπΔικαιοσύνης κ. Παπαγγελόπουλο στο Προεδρικό Μέγαρο.
            Αυτό το κύρος είναι που οδήγησε και τη χούντα να ορίσει πρωθυπουργό μεν τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κόλλια, υπουργό Δικαιοσύνης δε τον αρεοπαγίτη Καλαμποκιά, οι οποίοι απεδέχθησαν ασμένως τους διορισμούς, αν και είχαν ορκισθεί να φυλάττουν το Σύνταγμα, περίοπτη θέση στο οποίο κατείχε τότε το άρθρο 114, νυν 120.
            Βέβαια, πολλές φορές αναρωτιέται κανείς πώς είναι δυνατόν να διορίζεται Πρόεδρος ενός ανωτάτου δικαστηρίου ο επιλεγόμενος από το υπουργικό Συμβούλιο, όπως ορίζει ο νόμος. Δεν υπεισέρχονται  κριτήρια πολιτικά ή άλλου  είδους; Το ερώτημα αυτό έρχεται συχνά στα χείλη μας, όταν βλέπουμε τη Δικαιοσύνη να κλείνει τα μάτια σε κραυγαλέες περιπτώσεις παραβίασης του νόμου από την εκτελεστική εξουσία είτε αυτοτελώς είτε με τη συνεπικουρία της νομοθετικής.
            Ας μην ξεχνάμε το περίφημο «πες του Παναθηναϊκάκια, τους άλλους τρεις που θα έρθουν να τους γαμήσει». Δεν θυμάμαι αντίδραση τότε της Προέδρου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων.
            Από την άλλη μεριά, αποτελεί πεποίθηση ότι ο εκάστοτε επιλεγόμενος Πρόεδρος ανωτάτου δικαστηρίου είναι ο εκλεκτός τού κυβερνώντος κόμματος, όπως έχει καταδειχθεί από τις μέχρι σήμερα επιλογές.
            Στις εκλογές του 2012 υπηρεσιακός πρωθυπουργός ορίσθηκε ο κ. Παναγιώτης Πικραμμένος, ο οποίος, ως σύμβουλος του ΣτΕ, είχε διατελέσει επί κεφαλής του νομικού γραφείου  του πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη.  Δεν νομίζω να διορίσθηκε στη θέση εκείνη ως συμπαθών το ΠΑΣΟΚ. Εν συνεχεία ο κ. Πικραμμένος  έφθασε μέχρι την ανώτατη βαθμίδα του ΣτΕ επί κυβερνήσεως Κ. Καραμανλή τον Ιούλιο του 2009.
            Μεταξύ των πολλών υποθέσεων που χειρίσθηκε  ως δικαστής είναι  και εκείνη του The Mall, ήτοι του μεγαλύτερου αυθαίρετου των Βαλκανίων. Κάτοικοι του Αμαρουσίου είχαν προσβάλει τον νόμο που επέτρεπε στον Λάτση να κτίσει αυτό το τερατούργημα κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων με ειδικές χαριστικές και αντισυνταγματικές ρυθμίσεις. Το ζήτημα που κλήθηκε να λύσει το ΣτΕ ήταν κατά πόσο μπορεί ένας πολίτης να ζητήσει  την ακύρωση νόμου ως αντιθέτου προς το Σύνταγμα ή αν μπορεί να προσβάλει μόνον διοικητική πράξη εκδοθείσα κατά τον νόμο. Το ΣτΕ με 7μελή σύνθεση απεφάνθη ότι το τιθέμενο ζήτημα είναι μείζονος σημασίας, εξ ου και το παρέπεμψε στην Ολομέλεια με την απόφαση 391/2008. Στην 7μελή σύνθεση μετείχε ο τότε Αντιπρόεδρος Μενουδάκος, ο οποίος έγινε το 2012  Πρόεδρος του ΣτΕ και είχε ταχθεί ως Αντιπρόεδρος μαζί με άλλους δύο συμβούλους υπέρ της δυνατότητος του πολίτη να ζητεί την ακύρωση και νόμου. Στη σύνθεση μετείχε ως απλός σύμβουλος ο μετέπειτα Πρόεδρος Πικραμμένος, για τον οποίο πρέπει να σημειωθούν μερικά πράγματα:
α] ο Πικραμμένος πέταξε τη μπάλα στην κερκίδα λέγοντας ότι πρέπει να απευθυνθεί προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όπερ σήμαινε καθυστέρηση πολλών ετών,
β] αφού ο Πικραμμένος ήταν τότε απλός σύμβουλος και ο Μενουδάκος αντιπρόεδρος, όταν επελέγη ο Πικραμμένος για Πρόεδρος ασφαλώς και υποσκέλισε τον Μενουδάκο. Με ποια κριτήρια;
γ] η συζήτηση στην Ολομέλεια επί Προεδρίας Πικραμμένου καθυστερούσε χαρακτηριστικά,
δ]  με πρόεδρο τον Μενουδάκο και εκπεφρασμένη από αυτόν άποψη υπέρ της δυνατότητος του πολίτη να προσβάλει και νόμο και με σύμπλευση του εισηγητή στην Ολομέλεια Ρόζου, εν τέλει το ΣτΕ απεφάνθη εν Ολομελεία [απόφαση 376/2014] ότι η εκδοθείσα οικοδομική άδεια είναι άκυρη ως στηριζόμενη σε νόμο αντίθετο με το Σύνταγμα. Φημολογείται ότι το θέμα τακτοποίησε στη συνέχεια  ο  τα πάντα τακτοποιών Ντέπιουτης.
Αφού ο κ. Πικραμμένος παρέδωσε ως υπηρεσιακός πρωθυπουργός, μετέσχε και στη σύνοδο της λέσχης Bilderberg τον Ιούνιο του 2015. Υψηλός προσκεκλημένος προφανώς.
Εν συνεχεία είχαμε φέτος τον διορισμό ως υπηρεσιακής πρωθυπουργού της Προέδρου του Αρείου Πάγου, η οποία διορίσθηκε στο αξίωμα αυτό τον Ιούλιο του 2015. Με δεδομένο ότι και οι θέσεις του Προέδρου του ΣτΕ και του ΕΣ είχαν χηρεύσει από 30.06.2015 και το υπουργικό συμβούλιο δεν «πρόκαμε» να τις πληρώσει, η επιλογή της κ. Θάνου για τη θέση του υπηρεσιακού πρωθυπουργού αποτελούσε μονόδρομο για τον ΠτΔ. Κρίνονται ανυπόστατες οι φήμες ότι επίτηδες δεν έγινε η πλήρωση των θέσεων του Προέδρου των άλλων ανωτάτων δικαστηρίων, επειδή οι εκλογές εδρομολογούντο ήδη από το τέλος Ιουνίου, εξ ου και η τότε κυβέρνηση ήθελε την κ. Θάνου ως πρωθυπουργό. Ίσως αυτό να προκάλεσε και την μήνιν του κ. Αθανασίου, βουλευτού της ΝΔ και πρώην αρεοπαγίτη, αλλά και προκατόχου τής κ. Θάνου στην Προεδρία της Ένωσης δικαστών και Εισαγγελέων. Αν η κ. Θάνου ήτο συμπαθούσα προς τη ΝΔ, δεν επρόκειτο να πει ο κ. Μπάμπης  κουβέντα.
Ευθύς άμα τη αναλήψει των καθηκόντων της πολλοί  έγραψαν και είπαν πολύ καλά λόγια για το πρόσωπό της και τη διαδρομή της, κυρίως για την ακεραιότητά της και τον δυναμισμό της, αφού ήταν εκείνη που οδήγησε τους δικαστικούς στη μεγάλη απεργία του 2012. Τότε που οι δικαστικοί έκριναν μόνοι τους ότι δεν είναι δυνατόν να μειώνεται ο μισθός τους λόγω Μνημονίου, με το σκεπτικό ότι αυτοί επιτελούν λειτούργημα υπέρτερο παντός άλλου, εξ ου και το Σύνταγμα τους επιφυλάσσει ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση. Εξ αντιδιαστολής συμπεραίνω ότι οι δάσκαλοι και οι καθηγητές που ξεστραβώνουν τα παιδιά μας δεν επιτελούν λειτούργημα άξιο λόγου και αμοιβής ιδιαίτερης. Επίσης, οι μεταλλωρύχοι που ζουν στο μαύρο σκοτάδι όλη τους τη ζωή, οι ναυτικοί που θαλασσοπνίγονται κ.ο.κ. δεν επιτελούν άξιο λόγου λειτούργημα.  

        Γι’ αυτό κι’ εγώ θα αναπαραγάγω το άρθρο μίας πραγματικής δικαστίνας [Μαρία Χασιρτζόγλου, εφέτις] που επιτελεί πραγματικό λειτούργημα και είχε το σθένος να ψέξει τους απεργούντας συναδέλφους, της σημερινής πρωθυπουργού περιλαμβανομένης,   γράφοντας την 22.10.2012:

            «Η νομιμότητα δεν είναι συνώνυμο ούτε της δικαιοσύνης ούτε πρωτίστως της πραγματικής δημοκρατίας».
            Αδυνατώ να αποκωδικοποιήσω τη σκέψη ενός δικαστή που υιοθετεί το παραπάνω αξίωμα. Και από αυτή την αδυναμία προκύπτει ένα ερώτημα που μοιάζει, αλλά δεν είναι, υπαρξιακό:
            «Ποιοι, τέλος πάντων, είμαστε και τι κάνουμε;».
            Κατά τον ορισμό που μάς αποδίδεται  (βλ. για παράδειγμα στο λεξικό της ΚΝΛ), είμαστε αυτοί που απονέμουν δικαιοσύνη.
            Και τι σημαίνει απονέμω δικαιοσύνη;
            Σημαίνει ότι ικανοποιώ κάποιον ή αποκαθιστώ μια κατάσταση, στο μέτρο του ανθρωπίνως δυνατού, όταν έχει βλαφτεί από μια παράνομη συμπεριφορά.
            Και πώς το κάνω αυτό;
            Εφαρμόζοντας το νόμο. Εφαρμόζοντας, επαναλαμβάνω, το νόμο όπως τον ερμηνεύω πρωτίστως από το γράμμα του και δευτερευόντως από το πνεύμα του, σύμφωνα με την επιταγή του άρθρου 87 παρ. 2 του Συντάγματος. Δεν διαπλάθω  κατά την κρίση μου το νόμο, όταν αυτός είναι σαφής και χωρίς κενά, γιατί τότε, πολύ απλά, τον παραβιάζω.
            Και αν τον παραβιάζω για «καλό και δίκαιο» σκοπό;
Τότε αποσυνδέω την απονομή της δικαιοσύνης από το νόμο, που σημαίνει ότι αποσυνδέω τους όρους, με τους οποίους ικανοποιώ κάποιον ή αποκαθιστώ μια κατάσταση, από τους ορισμούς του νόμου και πράττω κατά την, χωρίς όρια, υποκειμενική μου κρίση για το καλό και το δίκαιο.
            Και είναι κακό αυτό;
            Είναι κακό αν δεν είμαι «καλός και δίκαιος» άνθρωπος. Είναι πολύ κακό γιατί αντικαθιστά τα σαφή όρια του νόμου με τα ασαφή όρια της προσωπικότητας του εφαρμοστή του. Είναι πάρα πολύ κακό γιατί αντικαθιστά την νομιμότητα με τη σκοπιμότητα.
            Και όταν, εκτός από δικαστής, είμαι ταυτόχρονα και εργαζόμενος που υπερασπίζεται τα δικαιώματά του;
            Εργαζόμενος είναι αυτός που μισθώνει την εργασία του στον άλλο και οφείλει να υπακούει στις εντολές και τις οδηγίες του. Αν ο εργαζόμενος, διεκδικώντας τα δικαιώματά του, παρανομήσει, ο εργοδότης του θα στραφεί στο δικαστήριο, ζητώντας να απονεμηθεί δικαιοσύνη. Τότε θα κληθώ να δικάσω τον εαυτό μου.
            Και τι θα αποφασίσω;
            Ότι ο δικαστής που παραβιάζει το νόμο, δεν είναι δικαστής.
            Σημείωση: Άρθρο 23 παρ. 2 του Συντάγματος: Η απεργία αποτελεί δικαίωμα και ασκείται από τις νόμιμα συστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών γενικά συμφερόντων των εργαζομένων. Απαγορεύεται η απεργία με οποιαδήποτε μορφή στους δικαστικούς λειτουργούς και σ αυτούς που υπηρετούν στα σώματα ασφαλείας.
            Υστερόγραφο: Η συνολική περικοπή στις αποδοχές μας μέσα στην τελευταία διετία θα φθάσει το 60%, δημιουργώντας σε πολλούς, και ιδιαίτερα σε αυτούς που υπηρετούν κάποιες εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από τα σπίτια τους, οικονομική ασφυξία. Όμως η πραγματική αυτή κατάσταση, στην οποία σαφώς και έχουμε δικαίωμα να αντιδράσουμε, δεν δικαιολογεί την άρνηση της αποστολής μας μέσα στη συντεταγμένη πολιτεία ούτε, ακόμη χειρότερο, την παρανομία που ακυρώνει το ρόλο μας. Καλύτερα φτωχοί δικαστές, παρά καθόλου.»
Σωτήριος Καλαμίτσης – κατ’ εξακολούθηση και εις το διηνεκές [;] εθνικώς αναξιοπρεπής, αλλ’  ιδιαιτέρως ευγνώμων προς τον Αλέξη που μου επέτρεψε την 05.07.2015 να εκφράσω το «γαμώ το» μου, άμα δε και ταπεινός αναρχοακροαριστεροκομμουνιστοαριστεροκεντροαριστεροσοσιαλιστοδημοκρατοκεντρωοκεντροδεξιοδεξιοακροδεξιοφασιστοχουντοβασιλοουτοπιστής και δραχμολάγνος, καθημερινός γραφιάς πάσχων ανιάτως από εσχάτως διαγνωσθείσα ακράτεια εμπαθείας και λαϊκισμού, επιστήθιος, όμως, φίλος του γιατρού Γωγούση, σφόδρα δε πιθανόν και επισκέπτης του εις οίκον ευγηρίας δι’ απόρους λόγω επαπειλούμενης εξώσεώς του από την ιδιοκτήτρια του διαμερίσματος, όπου κατοικεί επ’ ενοικίω, Ιεράν τινά δηλονότι Μονήν του Αγίου Όρους [Μεγάλη η Χάρη της]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου