Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016

Επειδή η Λωζάννη δεν είναι Κοζάνη

Γράφει ο Σωτήριος Καλαμίτσης
 [αφιερωμένο στις τάσεις, ρεύματα, φράξιες, σέχτες του ΣΥΡΙΖΑ που πονάνε για τον «αποκλεισμό» των Τουρκοκυπρίων από τα αγαθά που απολαμβάνουν οι Ελληνοκύπριοι – αλλά και στους ....
πάσης αποχρώσεως  πατριδοκάπηλους που φροντίζουν να τακτοποιούν τα παιδιά τους στα μετόπισθεν]

[το ανωτέρω αποτελεί τιτίβισμα-σχόλιο για την τιτανομαχία των μπαρουτοκαπνισμένων οικονομολόγων – για την πραγματικότητα εδώ http://agriazwa.blogspot.gr/2015/08/dream-team.html]
            Ευρισκόμενος στο στάδιο ανάνηψης μετά την ηλεκτροπληξία-ομιλία Τσίπρα στο 2ο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ ένοιωσα κάπως σαν να ανακτούσα δυνάμεις, όταν με βρήκε η ομιλία Φίλη και ξανακύλισα. Δεν μπορώ να σχολιάσω τίποτε πια. Υπολόγιζα πως σε ένα 24ωρο θα είχα συνέλθει, αλλά μου την έπεσε ο Παπαδημούλης που με ενημέρωσε ότι προ του Ιανουαρίου 2015 καλλιέργησαν «οδυνηρές προσδοκίες» και πισωγύρισα. Πάντως, ο Κόκκινος Πάνος Νο 2 δεν με κατέβαλε καθόλου. Περίμενα πως θα έλεγε κάτι για την Αγιά Σοφιά, για την Πόλη, για το ξανθό γένος που θα μας σώσει, για το Κούγκι κ.λπ. και έτσι ουδόλως εξεπλάγην με την προσφώνηση «σύντροφοι, συντρόφισσες» προς τους συνέδρους και με την παρομοίωση της συγκυβέρνησης με τον Γοργοπόταμο. Άλλωστε, η λέξη σύντροφος είναι σύνθετη από το «συν» και «τρέφω», δηλαδή τρέφομαι μαζί με άλλους από την ίδια τροφό, ήτοι εν προκειμένω από τον δημόσιο κορβανά. Και τρέφονται καλά τα συντρόφια. Γιατί να μη λένε και μαλακίες;
            Έτσι, μέχρι να ανακτήσω τις δυνάμεις μου, αποφάσισα να αντιγράψω, για να δείξω πως την ιστορία γράφουν πάντοτε οι λίγοι τον αριθμό, αλλά πολλοί την ποιότητα, και όχι οι πολλοί τον αριθμό, αλλά λίγοι την ποιότητα. Αλλά και πως όταν οι Τούρκοι θέτουν ζήτημα συνθήκης Λωζάννης, θα πρέπει να ετοιμαζόμαστε δια παν ενδεχόμενο. Αντιγράφω, λοιπόν, για δεύτερη φορά από τη συνέντευξη-βιβλίο του ταξιάρχου ε.α. Παναγιώτη Σταυρουλόπουλου, στρατοπεδάρχη της ΕΛΔΥΚ το αιματοβαμμένο καλοκαίρι του 1974 [«Το χρονικό της μάχης της ΕΛΔΥΚ – 14-16.08.1974»].
«Ξημέρωσε ή 15η Αυγούστου 1974, ημέρα της Εορτής της Παναγίας μας. Από τό πρωί όλο τό Στρατόπεδο εβάλλετο από την τουρκική αεροπορία, από πυρά πυροβολικού καί από βολές όλμων 4,2", εναλλάξ! Πραγματικό σφυροκόπημα!
Από τόν Σταθμό Διοικήσεως, όπου ευρισκόμουν με τόν Λοχα­γό Σταμπουλή Βασίλειο καί τόν υπ' αυτόν Υπλγό Χρυσοσπάθη Γεώργιο, προσπαθούσαμε νά δούμε, άν πλησίαζαν εχθρικά τμή­ματα. Οι Τούρκοι δεν φαίνονταν πουθενά!
Τότε διέταξα νά ετοιμασθούν αναγνωριστικές περίπολοι καί νά προωθηθούν προς αναγνώρισιν τοΰ εχθρού. Δεν εγνώριζα ότι οι Τούρκοι εκείνη την Άγια ημέρα της Παναγίας είχαν αποφασίσει νά προσπαθήσουν νά προωθηθούν προς τήν Λευκωσία, καταλαμβάνοντας τήν έρημη από κατοίκους πρωτεύουσα του νησιού, όχι από τόν άξονα Στροβόλου-Θαλάσσης, περνώντας μέσα από τό Στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ -καταλαμβάνοντας το -, αλλά μέσω της περιοχής πού ξεκινούσε από τόν Άγιο Παύλο μέχρι Ledra Palace.
Αλλά εκεί βρήκαν μπροστά τους τόν εξ Ελλάδος Τχη (ΠΖ) Αλευρομάγειρο πού ώς Δκτής του 336 ΤΕ της Αμμοχώστου, είχε τεθεί επικεφαλής ………… όλων των δυνάμεων αμύνης Β.Λευκωσίας πού αποτελούνταν πέραν του 336 ΤΕ καί άπό τόν 1° Λόχο του 211 ΤΠ μέ Διοικητή τόν Κύπριο Λοχαγό Χριστοδουλίδη, γνωστό ώς «Μαυρόγιαννο», Λόχος πού στον πρώτο Αττίλα, κράτησε όλο τό βάρος τής αμύνης τής Λευκωσίας από βορρά καί ανατολικά μέ τά φυλάκιά του.
Έδώ πρέπει νά πω ότι ό εξαίρετος Τχης Αλευρομάγειρος μέ τίς υπ’ αυτόν μονάδες κράτησε πολλαπλάσιους Τούρκους πού επιτέθηκαν μέ σφοδρότητα εκείνη τήν ημέρα, ιδίως εκείνη τήν ημέρα. Τήν ημέρα τής Παναγίας.
………… Οι άνδρες του 336, πού άκουγαν στό ράδιο εκείνη τήν ημέρα ότι οι Τούρκοι έμπαιναν ανενόχλητοι καί κατελάμβαναν αμαχητί την πόλη τους την Αμμόχωστο, πολέμησαν σαν λιοντάρια μαζί με τόν 1° Λόχο τού 211 ΤΠ καί εμπνευσμένοι από την ανδρεία τον επικεφαλής τους, έσωσαν την Λευκωσία.
Ξαναγυρίζω σέ μας πού δεν είχαμε δεχθεί επίθεση Τούρκων τό πρωί της 15/8/74. Αποφάσισα λοιπόν να αποστείλω περιπόλους αναγνωρίσεως με επικεφαλής τους ή Αξιωματικό ή μόνιμο Υπαξιωματικό στην κάθε μία, για νά δούμε πού βρίσκονταν οι Τούρκοι. Ελλείψει διαθέσιμων Αξιωματικών ή Υπαξιωματικών εκτός ορυγμάτων, διέταξα καί τόν Ύπλγό πού ήταν μαζί μου, ό όποιος πλαισίωνε τόν αείμνηστο Λοχαγό Σταμπουλή, νά πάρει κι εκείνος μερικούς άνδρες καί νά προχωρήσει προς τόν χώρο ανατολικά από τό ύψωμα «Καραούλι» προς ανεύρεση του εχθρού.
Τότε με μεγάλη μου έκπληξη, αυτός ό Ύπλγός μού δήλωσε: «Αδυνατώ κε Διοικητά νά εκτελέσω τήν διαταγή».
«Τί είπες κε Υπολοχαγέ;» τόν ρώτησα οργισμένος.
«Αδυνατώ νά εκτελέσω τήν διαταγή κε Διοικητά», μου απάντησε.«΄Εχω γυναίκα καί παιδιά», συνέχισε.
Εκνευρίστηκα τόσο πολύ, πού πήγα νά βγάλω τό υπηρεσιακό μου πιστόλι καί νά τόν πυροβολήσω, αλλά μπήκαν μπροστά ό Λοχαγός Σταμπουλής καί κάποιοι διαβιβαστές καί αγγελιοφόροι πού ευρίσκονταν στον Σταθμό Διοίκησης καί με απέτρεψαν.
Δέν μπορούσα νά χωνέψω ότι οί φαντάροι από τήν μητροπολιτική Ελλάδα, τήν Χαλκιδική, τόν Πύργο, τό Άργος Όρεστικό, τήν Αλεξανδρούπολη, πού οί γονείς των τους εμπιστεύτηκαν στην Πατρίδα, έδιναν εκείνη τήν στιγμή χωρίς δεύτερη σκέψη τήν ζωή τους εδώ στην Κύπρο, στην εσχατιά τού Ελληνισμού, γιά νά κρατήσουν αμόλυντο από τους Τούρκους τό Στρατόπεδό τους, πού έκλεινε τόν δρόμο στους Τούρκους γιά τήν Λευκωσία, τήν ίδια στιγμή Αξιωματικός καριέρας πού θά έπρεπε νά είναι τό παράδειγμα ανδρείας, ηρωισμού καί θυσίας, ηρνείτο νά εκτελέσει διαταγή τού Διοικητή του στην πρώτη γραμμή...
Γιατί «είχε γυναίκα καί παιδιά»...
Λες καί οί υπόλοιποι Αξιωματικοί, Υπαξιωματικοί καί Όπλίτες πού ήταν στά ορύγματά τους έτοιμοι νά πεθάνουν γιά την Πατρίδα, δέν είχαν οικογένειες...» [στη συνέχεια διηγείται τα σχετικά με τις ενισχύσεις που ζήτησε και που ποτέ δεν έφθασαν]
« ……δεν μπορούσαν νά προσφέρουν πολλά πράγματα στην άμυ­να τοϋ Στρατοπέδου, αντίθετα δέ, προσέλκυαν τις επιθέσεις της Τουρκικής αεροπορίας. Μετά από δίωρη παραμονή τους, τά έδιωξα. Διακινδύνευαν με την παραμονή τους νά βληθούν καί νά καταστραφούν από τίς ρουκέτες της Τουρκικής αεροπορίας.
Ένιωσα απαίσια πού φάνηκα ψεύτης στά μάτια των Αξιωματικών καί οπλιτών μου. Κάποιοι πού κατάλαβαν ότι κι εγώ έπεσα θύμα της αναξιοπιστίας των πληροφοριών πού μου έδωσαν τά ανώτερα κλιμάκια, μού είπαν για πρώτη φορά την φράση πού ακόμα τριγυρνάει στά αυτιά μου:
«Μας γέλασαν κε Διοικητά, Μείναμε μόνοι. Μας εγκατέλειψαν!»,
Μετά τόν πόλεμο, ευρισκόμενος στην Λευκωσία μέ πλησιάζει ένας κύριος καί μέ ρωτάει: «Είστε ό κ. Σταυρουλόπουλος, έτσι δεν είναι;»……….«Είμαι ό επικεφαλής της Ίλης αρμάτων πού είχαμε διαταχθεί νά έλθουμε νά σας συνδράμουμε την 15η Αυγούστου καί πού μόλις ξεκινήσαμε, ακύρωσαν την διαταγή καί μας γύρισαν πίσω!». Τους γύρισαν πίσω....
Μία άλλη μέρα, πάλι μετά τόν πόλεμο, ευρισκόμενος σε μία Κυπριακή ταβέρνα μέ φίλους, μέ πλησιάζει ένας άγνωστος σε μένα κύριος πού προφανώς μέ αναγνώρισε καί μου λέει:
«Κε Σταυρουλόπουλε καλησπέρα. Θά ήθελα νά σάς πω κάτι. Την 15η Αυγούστου στον πόλεμο, ήμουν ασυρματιστής της Διοίκησης. Θυμάμαι ήλθε ένας Τχης καί μου ζήτησε νά στείλω σήμα στίς Μονάδες πού είχαν ξεκινήσει νά έλθουν νά σάς ενισχύσουν, μέ τό οποίο ανακαλούνταν καί διατάσσονταν νά επιστρέψουν στον χώρο εκκίνησης τους, πάραυτα». Μου λέει ό κύριος αυτός ότι τότε ρώτησε τόν Τχη, γιατί τους ανακαλούν καί ότι ό Τχης τοϋ απάντησε ανέκφραστος: «Άστους αυτούς... είναι ξεγραμμένοι...!!».
Τί μεγαλύτερη απόδειξη ότι όντως ή Διοίκηση μας είχε ξεγράψει τελείως;
Μας θυσίαζαν με ελαφριά την καρδιά, στον βωμό ποιας σκοπιμότητας;
Ετοιμάστηκα νά επιστρέψω στον Σταθμό Διοικήσεως με τό κεφάλι μου γεμάτο σκέψεις, για την εξέλιξη πού είχαμε με τίς ενισχύσεις. Αλλά ούτε οι γιατροί, οι νοσοκόμοι καί τό υγειονομικό υλικό πού ζήτησα καί μου τους υποσχέθηκαν από τό ΔΠ7ΓΕΕΦ, εμφανίστηκαν. Τίποτα. Κανείς.
Καί είχαμε τραυματίες, άλλους ελαφρά, άλλους βαριά καί όσο θά προχωρούσαν οι μάχες, σίγουρα ό αριθμός τους θά αυξάνετο. Κι όμως, δεν μάς έστελναν ούτε νοσοκόμους...
Έδώ πρέπει νά αναφερθώ σέ ένα πρόσωπο πού πάντα αναφέρω με τιμή καί σεβασμό. Σέ μία γυναίκα. Την Καλλιόπη Αβραάμ, πού ή φαντάροι ονόμαζαν «γιαγιά» καί έμεινε στην ιστορία ώς «ή γιαγιά της ΕΛΔΤΚ».
Αυτή ή γυναίκα όπως έμαθα ζούσε στην περιοχή κοντά στό Στρατόπεδο, από τότε πού με τόν άντρα της έφυγαν από Λάρνακα της  Λαπήθου όπου έμεναν, κάνοντας αγροτοκτηνοτροφικές εργασίες. Ταυτόχρονα πρόσφερε την αγάπη της στους άνδρες της ΕΛΔΥΚ πού τους θεωρούσε «δικά της παιδιά». Αυτή ή αγάπη εκδηλωνόταν με το νά πηγαίνει νά τους αγοράζει τσιγάρα πού της παράγγελναν καί νά τους τά πηγαίνει στά φυλάκια, νά τους φιλεύει με φρούτα καί γλυκά καί βέβαια νερό, τό πολύτιμο νερό γιά τά διψασμένα παλληκάρια των φυλακίων, ιδιαίτερα τά ζεστά κα­λοκαίρια της Λευκωσίας.
Γιά αυτό τόν λόγο ό Τχης Ίωαννίδης (σημ. ό γνωστός μετέπειτα ώς «αόρατος Δικτάτωρ» πού υπήρξε ό εμπνευστής του πρα­ξικοπήματος κατά του Μακαρίου) όταν υπηρετούσε στην ΕΛΔΎΚ τό 1961, φρόντισε τό ζεύγος Αβραάμ «τιμής ένεκεν» νά σιτίζεται μαζί μέ τους Αξιωματικούς, Υπαξιωματικούς καί Οπλίτες της ΕΛ­ΔΥΚ, με μέριμνα της Μονάδας μέσα στό Στρατόπεδο.
Αυτή ή ηλικιωμένη γυναίκα λοιπόν, ακόμα κι όταν πέθανε ό άντρας της τό 1969, συνέχισε μόνη της καί ακόμα πιό αφοσιωμένα, νά προσέχει τά «παιδιά της» πού ξεροστάλιαζαν στά φυλάκια πού φύλαγαν τήν Λευκωσία από τά Δυτικά απέναντι ακριβώς από την ΤΟΥΡΔΥΚ καί τόν Τουρκικό τομέα, πού δημιούργησε τό «πράσινο στυλό» του Young.
Κατά την εκεχειρία μεταξύ ΑΤΤΙΛΑ Ι & ΑΤΤΙΛΑ II -έμαθα, αργότερα μετά τόν πόλεμο- ότι ή «γιαγιά» έφυγε καί πήγε στην Λευκωσία για νά φέρει στά «παιδιά της» πού βρίσκονταν στην «πρώτη γραμμή» ό,τι της ζητούσαν, από καφέ καί τσιγάρα μέχρι καραμέλες γιά νά έχουν στο στόμα τους την ώρα της μάχης (όπως της είπαν) καί καρπούζια. Μάταια τά βιολογικά παιδιά της στον Άγιο Δομέτιο προσπαθούσαν νά την μεταπείσουν νά μείνει μακριά από τά πεδία των μαχών. Συγκεκριμένα ό τελευταίος διάλογος με τά παιδιά της ήταν πολύ έντονος αλλά ή «γιαγιά» αμετάπειστη.
Από μαρτυρία πού μου έδωσαν τά εγγόνια της, ό γαμπρός της ό Σάββας, της φώναζε μέσα στην αυλή του σπιτιού τους όπου τήν είδαν γιά τελευταία φορά: «Μά αν θά μείνεις στό Στρατόπεδο θά σκοτωθείς!» κι εκείνη με πείσμα του απάντησε: «Έγώ είμαι γριά. Αυτοί οι λεβέντες δεν φοβούνται νά πεθάνουν καί θά φοβηθώ εγώ ή παλιόγρια;».
Αλλά κι έγώ όταν τήν συνάντησα εκεί κοντά στην Σχολή Γρηγορίου, της είπα νά φύγει, νά πάει στην ασφάλεια των μετόπισθεν με τά παιδιά της. Τότε εκείνη ψευδώς, όπως αποδείχθηκε εκ των ύστερων, μοϋ απάντησε: «Δεν έχω παιδιά!». Προφανώς μού είπε αυτό τό ψέμα μόνο καί μόνο γιά νά μείνει με τά «θετά» παι­διά της... τους υπερασπιστές του Στρατοπέδου. Λίγο νερό μπορούσε νά κουβαλήσει, όσο άντεχαν τά γέρικα πόδια της, γιά νά βρέξουν οί λεβέντες της τό πικρό τους στόμα καί τό κουβαλούσε αγόγγυστα. Πέρα από τό λίγο ψωμί πού μπορούσε νά προσφέρει, φρόντισε στον «πρώτο γύρο» νά στείλει όλα τά πουλερικά της στην επιμελητεία της ΕΛΔΥΚ νά τά φάνε οί λεβέντες της καί νά στυλωθούν στά πόδια τους... Λίγα ήταν αυτά πού είχε, αλλά ό,τι είχε τό προσέφερε...
Καί έμεινε εκεί μαζί μας...
Από ό,τι έμαθα, τελευταία φορά τήν είδαν φευγαλέα στον Άγιο Δομέτιο τήν 14η Αυγούστου 1974 με τήν έναρξη της Τουρκικής επίθεσης, νά φεύγει από τήν εκκλησία όπου είχε πάει βιαστικά.
Σκοτώθηκε μαζί με 19 ελδυκάριους την 16.08.1974. Την έθαψα μαζί με τους νεκρούς στρατιώτες μου».
Σώτος
Υ.Γ. κ. Σταυρουλόπουλε, τον τότε ταγματάρχη Αλευρομάγειρο τον ονοματίσατε για την ανδρεία του, τον δειλό υπολοχαγό που αρνήθηκε να εκτελέσει τη διαταγή σας γιατί δεν ονοματίσατε; Μήπως ανήλθε σε υψηλές θέσεις «ευθύνης» και δεν θέλατε να του κάνετε ζημιά; Μα έτσι κάνετε ζημιά στο Έθνος που δεν γνωρίζει τους Εφιάλτες.