Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2016

Είναι η νοοτροπία, ηλίθιε!

Γράφει ο Σωτήριος Καλαμίτσης

Εξερχόμενος του Μεγάρου Μαξίμου την 06.10.2016, όπου είχε συναντηθεί με τον πρωθυπουργό μαζί με ....
τις Προέδρους του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο Πρόεδρος του ΣτΕ κ. Ν. Σακελλαρίου είχε δηλώσει, μεταξύ άλλων, ότι:
«Η υπόθεση των αδειών δεν είναι η μόνη που έχει να δικάσει το ΣτΕ, είναι μια σοβαρή υπόθεση και εξίσου σοβαρές υποθέσεις εκκρεμούν στο Δικαστήριο και έχουμε τους μισθούς, τις συντάξεις, έχουμε την κρίση της ελληνικής κοινωνίας. Το καθήκον μας ως δικαστών είναι να πιάσουμε τον σφυγμό της ελληνικής κοινωνίας».

Οι τελευταίες λέξεις αποδόθηκαν σε ελεύθερη λογοτεχνική γλώσσα ως «καθήκον μας είναι να αφουγκραζόμαστε την κοινωνία». Εν πάση περιπτώσει, εκείνο που δεν εξήγησε ο κ. Πρόεδρος είναι πώς επιτελούν το καθήκον αυτό οι δικαστές. Πώς πιάνουν τον σφυγμό της κοινωνίας; Ρωτώντας τους συγγενείς και φίλους, διαβάζοντας το ΒΛΗΜΑ, το ΠΡΩΤΟ ΦΛΕΜΜΑ, την ΑΝΑΚΟΝΤΡΑ, τον ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΡΥΠΟ, τα ΠΑΡΑΠΩΛΗΤΙΚΑ, τη REALMEWS, την ΑΥΛΗ ή παρακολουθώντας τα αντικειμενικά ιδιωτικά κανάλια ή ραδιόφωνα και το ακόμη πιο αντικειμενικό κυβερνητικό κανάλι ή ραδιόφωνο;

Οι Έλληνες κυβερνητικοί δήλωσαν ότι οι δικαστικές αποφάσεις είναι δεσμευτικές, αλλ’ όχι σεβαστές. Πάλι καλά, διότι θα μπορούσαν και να μην είναι σεβαστές. Και τούτο εξ αφορμής της απόφασης της Ολομέλειας του ΣτΕ που απεφάνθη με 14-11 ψήφους ότι ο «νόμος Παππά» είναι αντισυνταγματικός. Διερωτώμαι ποιό θα μπορούσε να είναι το αποτέλεσμα, αν ένας τακτικός δικαστής δεν έσπαγε το πόδι του και άλλος ένας δεν υφίστατο καρδιακό επεισόδιο, πράγμα που οδήγησε στη θέση τους τούς αναπληρωτές τους. Θα μπορούσε, άραγε, το σκορ να είναι 12-13; Αν ναι, μία ολόκληρη χώρα θα χόρευε σε άλλους ρυθμούς και ο Πολάκης θα δήλωνε ότι δεν έχουμε πόλεμο. Θα δήλωναν οι κυβερνητικοί ότι οι δικαστικές αποφάσεις δεν είναι μόνον δεσμευτικές, αλλά και σεβαστές, αφού το ΣτΕ θα είχε πιάσει τον σφυγμό της κοινωνίας;

Ας πάμε τώρα σε μία άλλη χώρα, κι’ ας διαβάσουμε ένα ελάχιστο απόσπασμα από τη δικαστική απόφαση, με την οποία κρίθηκε ότι η κυβέρνηση δεν μπορεί να δηλώσει κατά το άρθρο 50 της Συνθήκης της ΕΕ την έξοδο της χώρας από την ΕΕ χωρίς προηγούμενη απόφαση του Κοινοβουλίου:
«…. δεν μπορεί να λέγεται ότι ένας νόμος είναι ανίσχυρος, επειδή έρχεται σε αντίθεση με τη γνώμη του εκλογικού σώματος, διότι κατά νόμον:

“Οι δικαστές δεν γνωρίζουν τίποτε περί της βουλήσεως του λαού, εκτός αν αυτή η βούληση έχει εκφρασθεί δια μέσου μίας Πράξης του Κοινοβουλίου, και δεν θα ανέχονταν ποτέ την αμφισβήτηση ενός νομοθετήματος για τον λόγο ότι αυτό ψηφίσθηκε ή παραμένει σε ισχύ σε αντίθεση με τις επιθυμίες του εκλογικού σώματος» [καθηγητής A.V.Dicey, «Εισαγωγή στο συνταγματικό δίκαιο», 8η έκδοση, 1915, σελ. 57 και 72]”».

Δεν γνωρίζω, βεβαίως, με βάση ποιό νομικό πλαίσιο προκηρύχθηκε το δημοψήφισμα για την έξοδο ή μη του ΗΒ από την ΕΕ, και αν το αποτέλεσμά του είναι δεσμευτικό ή συμβουλευτικό, αναλόγως του πώς το βλέπει κάποιος Πολάκης ή κάποιος Λεβέντης, αλλά εκ πρώτης όψεως η κατάργηση ενός νόμου, όπως είναι ο νόμος για την προσχώρηση μιας χώρας στην ΕΕ, δεν μπορεί παρά να επέρχεται με έναν αντίθετο νόμο. Και σίγουρα, ο δικαστής έχει ορκισθεί να εφαρμόζει τον νόμο όπως επιτάσσει η συνείδησή του και όχι όπως χτυπάει ο σφυγμός της κοινωνίας. Έτσι διαφυλάσσεται η διάκριση των εξουσιών και, κατ’ επέκταση, προφυλάσσεται η Δημοκρατία. Όλα τα άλλα είναι μπαρμπούτσαλα!

Σώτος

Υ.Γ. Οι υπέρμαχοι του Brexit επετέθησαν με σφοδρότητα κατά του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση, αλλά η πρωθυπουργός τού ΗΒ, η οποία έχει δηλώσει ότι θα βγάλει τη χώρα από την ΕΕ τιμώντας την ετυμηγορία του βρεταννικού λαού, υπερασπίσθηκε με σθένος την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, μολονότι η δικαστική απόφαση κινείται στην αντίθετη προς την πολιτική βούλησή της κατεύθυνση.